- πλαστοπροσωπία
- η, Ν1. η ενέργεια τού πλαστοπροσωπώ, το να εμφανίζεται κανείς στη θέση άλλου με αθέμιτο σκοπό, το να υποδύεται κανείς την ταυτότητα άλλου προκειμένου να τόν βλάψει ή και για προσωπικό ὁφελος2. (νομ.) περίπτωση απάτης και, ειδικότερα, η εμφάνιση ενός προσώπου στη θέση άλλου με σκοπό την παραγωγή έννομων συνεπειών, τις οποίες ο δράστης ή εκείνος υπέρ τού οποίου δρα δεν δικαιούται.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστοπροσωπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Γ. Γεννάδιο].
Dictionary of Greek. 2013.